- ἑλληνιστής
ἑλληνιστής, ὁ, der Nachahmer griechischer Sprache u. Lebensweise. Im N. T. von griechischen Juden, Judenchristen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλληνιστής, ὁ, der Nachahmer griechischer Sprache u. Lebensweise. Im N. T. von griechischen Juden, Judenchristen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελληνιστής — ο (AM ἑλληνιστής) νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία αρχ. μσν. 1. Ιουδαίος που χρησιμοποεί την ελληνική γλώσσα 2. ειδωλολάτρης … Dictionary of Greek
ελληνιστής — ο θηλ. ίστρια ο καθηγητής της ελληνικής γλώσσας ή ο επιστήμονας που ασχολείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑλληνισταῖς — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνισταί — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστοῦ — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστήν — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστῶν — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόμαχος — (Carteromaco). Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου Forteguerra Ιταλών λογίων. 1. Νικόλαος (1674 – 1735). Ιεράρχης και ποιητής. Μετέφρασε σε ελεύθερους στίχους τον Τερέντιο και έγραψε τις Ποιητικές επιστολές. 2. Σκιπίων (1466 – 1515). Λόγιος… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Ρόιχλιν, Ιωάννης — (Reuchlin, Πφορτσχάιμ, 1455 – Μπαντ Λίμπεντσελ 1522). Γερμανός ουμανιστής. Πολλές φορές ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου σύχναζε στο περιβάλλον του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς. Έζησε στο Λιντς και για 11 χρόνια χρημάτισε δικαστής της Σουηβικής… … Dictionary of Greek