- ὑλη-ουργός
ὑλη-ουργός, = ὑλουργός, Ap. Rh. 2, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλη-ουργός, = ὑλουργός, Ap. Rh. 2, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλουργός — και ὑληουργός, όν, Α 1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑλουργός και ὑληουργός ξυλουργός ή υλοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + ουργός (< ἔργον*)] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek