- ἑλλησ-ποντίᾱς
ἑλλησ-ποντίᾱς, ὁ, ion. -τίης, ein vom Hellespont her wehender Wind; Her. 7, 188; Arist. probl. 26, 56 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλλησ-ποντίᾱς, ὁ, ion. -τίης, ein vom Hellespont her wehender Wind; Her. 7, 188; Arist. probl. 26, 56 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek