ὑλο-τόμος

ὑλο-τόμος

ὑλο-τόμος, Holz schlagend, fällend; ὁ ὑλ., der Holzschläger, Holzhauer, Il. 23, 114. 123; Hes. O. 809; ὥςτε δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει Soph. El. 98; Antiphil. 27 (IX, 306). – Mit verändertem Accent, ὑλότομος, im Walde abgeschnitten, gehauen, τὸ ὑλότομον, ein im Walde geschnittenes Zauber- oder Heilmittel, H. h. Cer. 229.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • ιθύτομος — ἰθύτομος, ον (Α) αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί τομος, υλό τομος] …   Dictionary of Greek

  • ιμαντοτόμος — ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που κατασκευάζει ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, υλο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμητόμος — καλαμητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, υλο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμότομος — καλαμότομος, ον (Α) (για κλήματα ή αμπέλια) εφοδιασμένος με καλαμένιους πασσάλους ως στηρίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμό τομος, υλό τομος] …   Dictionary of Greek

  • καρατόμος — καρατόμος, ὁ (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος, υλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)] …   Dictionary of Greek

  • κισσοτόμος — κισσοτόμος, ον (Α) (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι (ενν. ἡμέραι) ετήσια γιορτή στον Φλιούντα τής Αργολίδας προς τιμή τής Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῡσι Κισσοτόμους», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + τόμος (< τόμος… …   Dictionary of Greek

  • λαιμότομος — λαιμότομος, ον (Α) αυτός που τού έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά τομος, υλό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λατόμος — ο (AM λατόμος) αυτός που εργάζεται σε λατομείο, που εξορύσσει λίθους, κν. νταμαρτζής («ὀγδοήκοντα χιλιάδες λατόμων ἐν τῷ ὄρει», ΠΔ) (μσν. αρχ.) λιθοξόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος, υλο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • τυροτόμος — ον, ΜΑ (για εργαλείο) αυτός που κόβει τυρί (τυροτόμος μάχαιρα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. υλο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • φλεβοτόμος — Δίπτερο μυζητικό έντομο. Bλ. λ. σκνίπα. * * * ο / φλεβοτόμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τέμνει φλέβες 2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”