- ὑλη-τόμος
ὑλη-τόμος, = ὑλοτόμος, s. Lob. Phryn. 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλη-τόμος, = ὑλοτόμος, s. Lob. Phryn. 636.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλοτόμος — ο / ὑλοτόμος, ον, ΝΑ, και λοτόμος Ν, και ὑλητόμος, και δωρ. τ. ὑλατόμος, Α το αρσ. ως ουσ. ο υλοτόμος·(για προσ.) αυτός που κόβει τα δέντρα τού δάσους, ξυλοκόπος νεοελλ. 1. αυτός που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ενός δάσους 2. το αρσ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
υλότομος — ον, Α 1. (για ξύλο) αυτός που κόπηκε στο δάσος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλότομον είδος φυτού που κόβεται στο δάσος, ή, κατ άλλους, σκουλήκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καλαμό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ.… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek