- πιέζω
πιέζω, dor. πιάζω, πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N. T., auch πιάσαι, ἐπιάσϑη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχϑην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – drücken, festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσϑείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν ϑυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός, Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην λίαν πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευϑύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ ἀνάγκη, 436; sp. D., σῶμα πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 (Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ ὄνομα φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσϑαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσϑῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.