ἑλικο-βλέφαρος

ἑλικο-βλέφαρος

ἑλικο-βλέφαρος, mit gewundenen, gebogenen, oder (vgl. ἑλίκωψ) mit leicht beweglichen Wimpern, d. i. mit lebhaften Augen; Aphrodite, H. h. 5, 19; Hes. Th. 16; Pind. frg. 88; Leda, P. 4, 172.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιβλέφαρος — καλλιβλέφαρος, ον (AM) αυτός που έχει ωραία μάτια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλιβλέφαρον (ενν. φάρμακον) χρωστική ουσία που χρησίμευε για τη βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο… …   Dictionary of Greek

  • κυανοβλέφαρος — κυανοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] …   Dictionary of Greek

  • λιποβλέφαρος — λιποβλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει βλέφαρα 2. ο αόμματος, ο τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβλέφαρος — ον, Α αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”