- ἑλικηδόν
ἑλικηδόν, spiralförmig gewunden, Theophr., Hippocr. u. a. Sp., Nonn. D. 1, 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικηδόν, spiralförmig gewunden, Theophr., Hippocr. u. a. Sp., Nonn. D. 1, 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικηδόν — spirally indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικηδόν — (Α ἑλικηδόν) επίρρ. 1. ελικοειδώς, σπειροειδώς 2. φρ. «ελικηδόν γραφή» είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο) … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek