πελίδνη

πελίδνη

πελίδνη, ἡ, = πελιδνότης, Schol. Nic. Al. 544, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πελίδνη — (pelidna). Γένος πτηνών, που διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη και στην Αίγυπτο. Έχει φτερούγες μακριές και κοντή ουρά. Ζει κοντά σε νερά. Στην Ελλάδα διαχειμάζει ένα είδος του γένους, που η επιστημονική ονομασία του είναι π. η φαιά. * * * ἡ, Α… …   Dictionary of Greek

  • πελιδνή — πελιδνός livid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιωπός — ή, όν, Α [πελιός] αυτός που έχει πελιδνή όψη …   Dictionary of Greek

  • περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”