- πελίδνωμα
πελίδνωμα, τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελίδνωμα, τό, eine bleifarbige, mit Blut unterlaufene Stelle, ein blauer Fleck, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελίδνωμα — livid spot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελίδνωμα — το, ΝΑ [πελιδνούμαι] μελάνιασμα, μελανάδα ή ωχρότητα … Dictionary of Greek
πελιδνώματα — πελίδνωμα livid spot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελίωμα — τὸ, Α [πελιούμαι] πελίδνωμα … Dictionary of Greek