ἑορταστής

ἑορταστής

ἑορταστής, , der Feiernde, Poll. 2, 34, Sp. ἑορταστικός, zum Feste gehörig, festlich; μάχαι Plat. Legg. VIII, 829 b; ἡμέρα, Feiertag, Luc. Am. 1; Alciphr. 3, 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑορταστής — reveller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορταστής — ο (θηλ. εορτάστρια) (AM ἑορταστής) [εορτάζω] αυτός που λαμβάνει μέρος σε εορτή …   Dictionary of Greek

  • εορταστής — ο θηλ. άστρια ο πανηγυριστής, ο πανηγυριώτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑορτασταί — ἑορταστής reveller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιορταστής — ο ο εορταστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορταστής, με ανάπτυξη του j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ἑορταστάς — ἑορταστά̱ς , ἑορταστής reveller masc acc pl ἑορταστά̱ς , ἑορταστής reveller masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιορτή — η η εορτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. γιορταστής εορταστής, γιορτάζω εορτάζω)] …   Dictionary of Greek

  • φιλεορταστής — ὁ, Α φιλέορτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἑορταστής (< ἑορτάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”