ὑο-πώλης

ὑο-πώλης

ὑο-πώλης, , Schweinehändler, Poll. 7, 187.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • πώλης — ὁ, Α ο πωλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε < τα συνθ. σε πώλης κατ απόσπαση] …   Dictionary of Greek

  • πώλης — πώλη fem gen sg (attic epic ionic) πώλης seller masc nom sg πωλέω sell imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλῇς — πωλέω sell pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶλα — πώλης seller masc voc sg πώλης seller masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώλου — πώλης seller masc gen sg πώ̱λου , πῶλος foal masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώλω — πώλης seller masc gen sg (attic epic ionic) πώ̱λω , πῶλος foal masc/fem nom/voc/acc dual πώ̱λω , πῶλος foal masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Johannes Diethart — (eigentlich: Johannes Maria Diethart bzw. Johannes M. Diethart; * 7. Oktober 1942 in Knittelfeld / Steiermark) ist österreichischer Byzantinist, Schriftsteller und Verleger. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke und Wirken …   Deutsch Wikipedia

  • ετοιμοπώλης — ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α) ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιο πώλης, ζυθο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ζυθοπώλης — ο (Α ζυθοπώλης) 1. πωλητής ζύθου 2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης, οινο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”