- ὑαλό-χροος
ὑαλό-χροος, zsgzgn ὑαλόχρους, ουν, glasfarbig; Leon. Tar. 5 (VI, 211) hat des Verses wegen υ lang gebraucht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑαλό-χροος, zsgzgn ὑαλόχρους, ουν, glasfarbig; Leon. Tar. 5 (VI, 211) hat des Verses wegen υ lang gebraucht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιδηρόχρους — ουν, Ν (λόγιο επίθ.) αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + χρους / χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ὑαλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
υδατόχρους — ουν / ὑδατόχρους, ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑδατόχροος, οον, Α (λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χρους / χρόος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. υαλό χρους] … Dictionary of Greek