ἑξηρικόν, dasselbe, πλοῖον Pol. frg. 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξηρικός — ἑξηρικός, ή, όν (Α) [εξήρης] εξήρης («ἑξηρικὸν πλοῑον») … Dictionary of Greek