ὑανία

ὑανία

ὑανία, , = συανία, Hesych., s. ὑηνία; so emend. Mein. Epicharm. bei Ath. II, 36 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υανία — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. ὑπνία …   Dictionary of Greek

  • θυανία — θυανία, ἡ (Α) (πιθ. εσφ. γρφ. τού ύανία, δωρ. τ. τού ὑηνία) διαμάχη …   Dictionary of Greek

  • υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”