- ἑξ-μέδιμνος
ἑξ-μέδιμνος, von sechs Medimnen, Ar. Pax 631.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξ-μέδιμνος, von sechs Medimnen, Ar. Pax 631.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέδιμνος — a medimnus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek
Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μεδίμνοις — μέδιμνος a medimnus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδίμνου — μέδιμνος a medimnus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδίμνους — μέδιμνος a medimnus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεδίμνῳ — μέδιμνος a medimnus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδιμνοι — μέδιμνος a medimnus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέδιμνον — μέδιμνος a medimnus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από … Dictionary of Greek