ὑμνητής

ὑμνητής

ὑμνητής, , Hymnensänger, Lobsänger, Lobredner, τῆς τυραννίδος Plat. Rep. VIII, 568 b, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑμνητής — one who sings of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμνητής — ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, ίδος, Α 1. αυτός που ψάλλει ύμνους 2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ τρια] …   Dictionary of Greek

  • υμνητής — ο θηλ. ήτρια αυτός που υμνεί, που ψάλλει επαίνους, ο εγκωμιαστής: Υμνητής του κυβερνητικού έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑμνηταί — ὑμνητής one who sings of masc nom/voc pl ὑμνητός sung of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνητήν — ὑμνητής one who sings of masc acc sg (attic epic ionic) ὑμνητός sung of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνητῶν — ὑμνητής one who sings of masc gen pl ὑμνητός sung of fem gen pl ὑμνητός sung of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμνητάς — ὑμνητά̱ς , ὑμνητής one who sings of masc acc pl ὑμνητά̱ς , ὑμνητής one who sings of masc nom sg (epic doric aeolic) ὑμνητά̱ς , ὑμνητός sung of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аргирос, Умвертос — Художник Умвертос Аргирос , портрет работы художника Николаоса Литраса. Умвертос Аргирос (греч. Ουμβέρτος Αργυρός ,Кавала (город), 1882  Афины …   Википедия

  • αινετής — αἰνετὴς και αἰνέτης, ο (Α) [αἰνῶ] υμνητής, εγκωμιαστής …   Dictionary of Greek

  • δοξαστής — ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM δοξαστής, Α και δοξαστήρ) υμνητής, εγκωμιαστής νεοελλ. αυτός που δημιουργεί τη δόξα άλλου αρχ. 1. αυτός που έχει κάποια δοξασία, εικασία 2. πληθ. δοξασταί οι δικαστές …   Dictionary of Greek

  • ηρωιστής — ἡρωϊστής και ἡροϊστής, ἡρωειστής, ἡρωϊαστής, ἡρῳαστής, ἡρωστής, ό (Α) [ηρωίζω] λάτρης ή υμνητής νεκρού ήρωα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”