- ὑμνητήριος
ὑμνητήριος, = ὑμνητικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμνητήριος, = ὑμνητικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμνητήριος — ον, Μ [ὑμνητήρ] υμνητικός … Dictionary of Greek
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek