- ἑβδομαδικός
ἑβδομαδικός, zur siebenten Zahl, Abtheilung gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑβδομαδικός, zur siebenten Zahl, Abtheilung gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εβδομαδικός — ἑβδομαδικός, ή, όν (AM) (Μ και ἑβδοματικός, ή, όν) 1. έβδομος 2. αυτός που τελείται κάθε επτά χρόνια … Dictionary of Greek
ἑβδομαδικός — weekly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικά — ἑβδομαδικός weekly neut nom/voc/acc pl ἑβδομαδικά̱ , ἑβδομαδικός weekly fem nom/voc/acc dual ἑβδομαδικά̱ , ἑβδομαδικός weekly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικῶν — ἑβδομαδικός weekly fem gen pl ἑβδομαδικός weekly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικόν — ἑβδομαδικός weekly masc acc sg ἑβδομαδικός weekly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικαῖς — ἑβδομαδικός weekly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικαί — ἑβδομαδικός weekly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικοῖς — ἑβδομαδικός weekly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικοί — ἑβδομαδικός weekly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικοῦ — ἑβδομαδικός weekly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑβδομαδικούς — ἑβδομαδικός weekly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)