- ἑξα-μηνιαῖος
ἑξα-μηνιαῖος, α, ον, = Folgdm, Apolld. 3, 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξα-μηνιαῖος, α, ον, = Folgdm, Apolld. 3, 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαμηνιαίος — α, ο (AM ἑξαμηνιαίος, α, ον) διαρκείας έξι μηνών νεοελλ. εκείνος που γίνεται κάθε έξι μήνες αρχ. ηλικίας έξι μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μηνιαίος.] … Dictionary of Greek