πελάτης

πελάτης

πελάτης, , fem. πελάτις, ἡ, 1) der sich Nähernde, Nachbar, Anwohner; ἱεροῠ Τμώλου πελάται, Aesch. Pers. 49; εἴ τι σέβει ξένον εὐνοίᾳ πάσᾳ πελάταν, Soph. Phil. 1149; vom Ixion τὸν πελάταν λέκτρων ποτὲ τῶν Διός ib. 673. – 2) wie ϑής, der geringe Mann, der um Sold, für Tagelohn arbeitet, Miethsknecht, Plat. Euthyphr. 4 c; vgl. Ruhnk. ad Tim. 211. – Uebh. der Geringere, der sich in den Schutz des Mächtigern begiebt (man vergleicht ἱκέτης von ἱκνέομαι), der Client, wie es Plut. Rom. 13 braucht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πελάτης — one who approaches masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελάται — πελάτης one who approaches masc nom/voc pl πελάτᾱͅ , πελάτης one who approaches masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελατῶν — πελάτης one who approaches masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάταις — πελάτης one who approaches masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτην — πελάτης one who approaches masc acc sg (attic epic ionic) πελά̱την , πελάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελάτου — πελάτης one who approaches masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… …   Dictionary of Greek

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • πελαστής — ὁ, Α πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. στής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”