- πελάτις
πελάτις, ιδος, ἡ, fem. zu πελάτης, Dienerinn, Plut. Cat. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελάτις, ιδος, ἡ, fem. zu πελάτης, Dienerinn, Plut. Cat. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελάτιν — πελάτις one who approaches fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… … Dictionary of Greek
πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια … Dictionary of Greek