- ὑδρο-θηρία
ὑδρο-θηρία, ἡ, Wasserjagd, Fischerei, Ael. H. A. 14, 19. 15, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-θηρία, ἡ, Wasserjagd, Fischerei, Ael. H. A. 14, 19. 15, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χερσοθηρία — ἡ, Μ το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + θηρία (< θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ζωο θηρία, ὑδρο θηρία] … Dictionary of Greek