- ὑδρο-μιγής
ὑδρο-μιγής, ές, mit Wasser vermischt, γάλα Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-μιγής, ές, mit Wasser vermischt, γάλα Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθιομιγής — ές φρ. (ορυκτ.) «λιθιομιγής μαρμαρυγίας» ο λιθιονίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθιον + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. α μιγής, υδρο μιγής] … Dictionary of Greek