- ὑδρο-βαφής
ὑδρο-βαφής, ές, in Wasser getaucht, Poll. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-βαφής, ές, in Wasser getaucht, Poll. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορφυροβάφος — ὁ, Α τεχνίτης τής βαφής πορφυρών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο βάφος] … Dictionary of Greek