- ὑδρο-γάστωρ
ὑδρο-γάστωρ, ορος, wasserbäuchig, die Bauchwassersucht habend, Man. 1, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-γάστωρ, ορος, wasserbäuchig, die Bauchwassersucht habend, Man. 1, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προγάστωρ — ο, η / προγάστωρ, ορος, ΝΑ, και προγάστορας Ν αυτός που έχει προτεταμένη την κοιλιά του, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. υδρο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ταυρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει ογκώδη κοιλιά σαν τον ταύρο 2. μτφ. υπερμεγέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ὑδρο γάστωρ] … Dictionary of Greek
τριχογάστωρ — ο, Ν ζωολ. τελεόστεο ψάρι τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. ὑδρο γάστωρ] … Dictionary of Greek