- ὑδρο-χοεύς
ὑδρο-χοεύς, ὁ, der Wassermann, als Gestirn, Arat. Phaen. 389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-χοεύς, ὁ, der Wassermann, als Gestirn, Arat. Phaen. 389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινοχοεύς — οἰνοχοεύς, έως, ὁ (Α) οινοχόος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χοεύς (< χέω), πρβλ. υδρο χοεύς] … Dictionary of Greek