- ὑδρο-χαρής
ὑδρο-χαρής, ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-χαρής, ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχιδνοχαρής — ἐχιδνοχαρής, ές (Α) αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στις έχιδνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + χαρής (< *χάρος «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, υδρο χαρής] … Dictionary of Greek
υλοχαρής — ές, Μ ὑλομανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + χαρής (< χαίρω), πρβλ. υδρο χαρής] … Dictionary of Greek