- ὑδρ-οσφράντης
ὑδρ-οσφράντης, ὁ, Wasserriecher, Alciphr. 3, 61, als Eigenname.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρ-οσφράντης, ὁ, Wasserriecher, Alciphr. 3, 61, als Eigenname.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωνωποσφράντης — κωνωποσφράντης, ου, ὁ (Α) κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, υδρ οσφράντης] … Dictionary of Greek