- ὑδρο-στάτης
ὑδρο-στάτης, ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρο-στάτης, ὁ, der Wasserwäger, die Wasserwage, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιονοστάτης — ο κιονόβαθρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + στάτης < θ. στα (πρβλ. ἐ στά θην, παθ. αόρ. τού ἵστημι), πρβλ. υδρο στάτης, φανο στάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων τού Αντώνιου Ηπίτη] … Dictionary of Greek
νεφροστάτης — νεφροστάτης, ὁ (Μ) αυτός που εμποδίζει τη λειτουργία τών νεφρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρ(ο) * + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. υδρο στάτης] … Dictionary of Greek