- ὑδρ-αγωγεῖον
ὑδρ-αγωγεῖον, τό, Wasserleitung, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρ-αγωγεῖον, τό, Wasserleitung, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek
φαλλαγωγείον — τὸ, Α όχημα που χρησιμοποιούσαν κατά την φαλλαγωγια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγεῖον (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. ὑδρ αγωγεῖον] … Dictionary of Greek