- ὑδρ-αγωγός
ὑδρ-αγωγός, Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρ-αγωγός, Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] … Dictionary of Greek
φλεγμαγωγός — όν, Α αυτός που εξάγει, που καθαρίζει τα φλέγματα («τὸ καθαῖρον φάρμακον..., ὅ καλοῦσι φλεγμαγωγόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα + ἀγωγός (πρβλ. ὑδρ αγωγός)] … Dictionary of Greek
υδρορρόη — Αγωγός που περισυλλέγει τα νερά της βροχής από τις στέγες των κτιρίων, είτε για να τα απομακρύνει, είτε για να τα συγκεντρώσει σε στέρνα για μελλοντική χρησιμοποίηση τους. Παλιότερα η υ. ήταν ένας απλός μεταλλικός σωλήνας ή ένας σκαμμένος… … Dictionary of Greek
νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] … Dictionary of Greek
υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… … Dictionary of Greek
φαλλαγωγείον — τὸ, Α όχημα που χρησιμοποιούσαν κατά την φαλλαγωγια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγεῖον (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. ὑδρ αγωγεῖον] … Dictionary of Greek
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek