ὑδρό-μηλον

ὑδρό-μηλον

ὑδρό-μηλον, τό, ein Trank von Wasser u. μηλόμελι; Artemid. 1, 68; Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλόμελι — μηλόμελι, ιτος, το (Α) μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνό μελι, υδρό μελι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”