- ὑδρό-πορος
ὑδρό-πορος, χαράδραι, Nonn. 2, 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρό-πορος, χαράδραι, Nonn. 2, 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσόπορος — ον, Μ χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πορος (< πόρος), πρβλ. ὑδρό πορος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. αντί τού χρυσοφόρος] … Dictionary of Greek