ὑγίασμα, τό, Heilmittel, Suid. v. ἄκεσμα, u. B. A. 364.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγίασμα — άσματος, τὸ, Α [ὑγιάζω] (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) θεραπευτικό μέσο … Dictionary of Greek
ὑγιάσματα — ὑγίασμα cure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)