- ὑγίασις
ὑγίασις, ἡ, = ὑγίανσις, Arist. eth. eud. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγίασις, ἡ, = ὑγίανσις, Arist. eth. eud. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθυγίασις — καθυγίασις, ἡ (Α) τέλεια θεραπεία, γιατρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑγίασις (αντί τού ὑγίανσις < ὑγιαίνω), πιθ. αναλογικά προς το καθ αγίασις (< καθ αγιάζω)] … Dictionary of Greek
υγίανση — η / ὑγίανσις, άνσεως, ΝΑ, και δ.τ. ὑγίασις Α [ὑγιαίνω] η αποκατάσταση τής υγείας, θεραπεία νεοελλ. μτφ. η μετατροπή ενός τόπου ή ενός χώρου σε υγιεινό, με επίλυση τών προβλημάτων και εξουδετέρωση τών ελλείψεων, εξυγίανση … Dictionary of Greek
υγίανσις — άνσεως, και δ. τ. ὑγίασις, άσεως, η, Α βλ. υγίαση … Dictionary of Greek