- πιθηκισμός
πιθηκισμός, ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 πανουργία erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκισμός, ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 πανουργία erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… … Dictionary of Greek
πιθηκισμός — ο η τάση να μιμούμαι τους άλλους, μαϊμουδισμός ή μαϊμούδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθηκισμοῖς — πιθηκισμός playing the ape masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκισμοί — πιθηκισμός playing the ape masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθηκισμοῦ — πιθηκισμός playing the ape masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαϊμούδισμα — το το να μιμείται κανείς τη μαϊμού, ο πιθηκισμός: Με εκνευρίζουν τα μαϊμουδίσματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)