- πιθηκό-μορφος
πιθηκό-μορφος, affenförmig, von Affengestalt, Lycophr. 1000.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκό-μορφος, affenförmig, von Affengestalt, Lycophr. 1000.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συαγριόμορφος — ον, Α όμοιος με σύαγρο* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό μορφος] … Dictionary of Greek
συόμορφος — ον, Μ αυτός που έχει μορφή χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό μορφος] … Dictionary of Greek