- ἑκ-λαχανίζομαι
ἑκ-λαχανίζομαι, med., Kraut, Küchengemüse abschneiden, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκ-λαχανίζομαι, med., Kraut, Küchengemüse abschneiden, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαχανίζω — (Α) [λάχανον] 1. (για ίππο) τρώγω χόρτα, χλόη, βόσκω 2. έχω ατονία, ατονώ 3. μέσ. λαχανίζομαι συλλέγω λάχανα 4. παθ. παίρνω το χρώμα τού λαχάνου, γίνομαι πράσινος … Dictionary of Greek
παραλαχανίζω — ΜΑ εξαπατώ κατά την πώληση λαχανικών ή, κατ άλλους, συλλέγω, μαζεύω λαχανικά δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λαχανίζομαι «συλλέγω λαχανικά»] … Dictionary of Greek