ὑμός

ὑμός

ὑμός, dor. u. ep. = ὑμέτερος, euer; Hom.; Pind. P. 7, 17. 8, 66. – Vgl. ἁμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑμός — ὑ̱μός , ὑμός your masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμός — ή, όν, και αιολ. τ. ὔμμος, α, ον, Α 1. υμέτερος, δικός σας 2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε) τού ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)] …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ὑμά — ὑ̱μά , ὑμός your neut nom/voc/acc pl (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc/acc dual (epic doric) ὑ̱μά̱ , ὑμός your fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑμόν — ἐμόν , ἐμός mine masc acc sg ἐμόν , ἐμός mine neut nom/voc/acc sg ὑ̱μόν , ὑμός your masc acc sg (epic doric) ὑ̱μόν , ὑμός your neut nom/voc/acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμῶν — σύ thou gen 2nd pl ὑ̱μῶν , ὑμός your fem gen pl (epic doric) ὑ̱μῶν , ὑμός your masc/neut gen pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμόν — ὑ̱μόν , ὑμός your masc acc sg (epic doric) ὑ̱μόν , ὑμός your neut nom/voc/acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГИППОКРАТ —     ГИППОКРАТ (Ἱπποκράτης) Косский (460, о. Кос ок. 377 до н. э., Лариса, Фессалия), др. греч. врач, один из основоположников научного подхода к болезням человека и их лечению, указывал на необходимость изучения широкого круга дисциплин для… …   Античная философия

  • ALAZIA — oppidi nomen. Strabo l. 12. Apud quem sic Hecataeus: Ε᾿πὶ δ᾿ Α᾿λαζία πόλει ποταμὸς ὁ Π῾ῦμος ῥέων διὰ Μυγδόνης πεςίου ἀπὸ δύσεως εν τῆς Δατκυλίτιδος ἐς Π῾υνδ`ακὸν ἐσβαλλει, ἔρνμον δἐ εἴναι νῦν τῦν Α᾿λαζίαν λέγει. Nic. Lloidius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ουμός — (I) οὐμός, ή, όν (Α) (βοιωτ. τ.) βλ. ὑμος. (II) οὑμός, ή, όν (Α) αττ. κράση αντί ὁ ἐμός («πατήρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ύμμος — α, ον, Α (αιολ. τ.) βλ. ὑμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”