ὑβός

ὑβός

ὑβός, auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ύβος — ο / ὗβος, ΝΑ 1. παθολογικό εξόγκωμα τής ράχης ή τού στήθους λόγω παραμορφώσεως τής σπονδυλικής στήλης ή τού στέρνου, καμπούρα 2. το κύρτωμα στη ράχη τής καμήλας νεοελλ. 1. ιατρ. προεξοχή τής σπονδυλικής στήλης υπό μορφή οξείας γωνίας προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • υβός — ή, ό / ὑβός, ή, όν, ΝΑ κυφός, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος τού ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα βος, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (πρβλ. κλα μ βός, στρα β ός)] …   Dictionary of Greek

  • ὑβός — ὑ̱βός , ὑβός humpbacked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβος — ο 1. παθολογικό κύρτωμα ή εξόγκωμα της ράχης ή του στήθους εξαιτίας παραμόρφωσης της σπονδυλικής στήλης ή του στέρνου, ύβωμα, καμπούρα. 2. το κύρτωμα, η καμπούρα της ράχης της καμήλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕβον — ὗβος hump masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕβους — ὗβος hump masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβούμαι — όομαι, Α [ὑβός] γίνομαι υβός, καμπουριάζω …   Dictionary of Greek

  • ὑβόν — ὑ̱βόν , ὑβός humpbacked masc acc sg ὑ̱βόν , ὑβός humpbacked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GIBBER — ex Hebr. Gap desc: Hebrew, quod cognationem habet cum Hebr. Gap desc: Hebrew et Gap desc: Hebrew, unde Gr. κῦφος et ὕβος, quid proprie, ex vet. dicto liquet. In dorso gibbus, in pectore gibber Unde gibber, istiusmodi pectoris tumore deformis.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PETAMINARTI — apud Salvian. de Provid. l. 3. Equidem, quia longum est dicere de omnibus Amphitheatris, scilicet odeis, lusoriis, pompis, athletis, Petaminariis, pantomimis ceterisque portentis, quae piget dicere, quia piget mala talia vel nôsse: Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”