πελαγο-δρόμος

πελαγο-δρόμος

πελαγο-δρόμος, in od. auf dem hohen Meere laufend, Orph. H. 73, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσοδρόμος — Μικρό νηκτικό πτηνό του βόρειου Ατλαντικού, με ψαλιδωτή ουρά, στρογγυλές φτερούγες και γαμψό ράμφος. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο είναι το πτηνό με την επιστημονική ονομασία προσελαρία η πελάγιος. Αυτό έχει… …   Dictionary of Greek

  • ιθυδρόμος — ἰθυδρόμος, ον (Α) ευθυδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμος, πελαγο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • κωμοδρόμος — ο (AM κωμοδρόμος) αυτός που γυρίζει από κώμη σε κώμη νεοελλ. μσν. (στην Κύπρο) σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος, σταδιο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • ορειδρόμος — ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεισ(σ)ι (βλ. λ. όρος [II]) + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • σχοινοδρόμος — ο, ΝΑ νεοελλ. ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία αρχ. αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • φονοδρόμος — όδρομον, Μ αυτός που οδηγεί ή αποβλέπει στην εκτέλεση φόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • κενοδρομώ — κενοδρομῶ έω (Α) (κυρ. στην αστρολ., για αστρικά σώματα) τρέχω μόνος, τρέχω χωρίς συνοδεία, χωρίς δορυφόρους («ἐν γενέθλῃσι κενοδρομέουσα Σελήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. κυνο δρομώ, πελαγο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • νεφοδρομώ — νεφοδρομῶ, έω (Μ) τρέχω διά μέσου τών νεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • πτηνοδρομώ — έω, Μ τρέχω σαν να είχα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ιστιο δρομώ, πελαγο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • στολοδρομώ — στολοδρομῶ, έω, ΝΑ (για πλοίο) πλέω μαζί με άλλα πλοία σε σχηματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόλος + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • ωροδρομώ — έω, Μ ὡροσκοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. πελαγο δρομῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”