- πελαγικός
πελαγικός, das Meer liebend, sich darauf aufhaltend, übh. = Folgdm. Bei Plut. Symp. 5 E. ist v. l. πελασγικοὶ ϑεοί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαγικός, das Meer liebend, sich darauf aufhaltend, übh. = Folgdm. Bei Plut. Symp. 5 E. ist v. l. πελασγικοὶ ϑεοί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαγικός — ή, ό / πελαγικός, ή, όν, ΝΑ [πέλαγος] πελάγιος, πελαγήσιος, τού πελάγους νεοελλ. φρ. α) «πελαγικά ιζήματα» γεωλ. αποθέσεις στον πυθμένα τής ανοιχτής θάλασσας που αποτελούνται κυρίως από υλικά προερχόμενα από θαλάσσιες οργανικές ή ανόργανες… … Dictionary of Greek
πελαγικοῦ — πελαγικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροβατίδες — (Hydrobatidae). Οικογένεια πτηνών της τάξης των ρινοτρυπόμορφων. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν 23 είδη θαλάσσιων αποκλειστικά πτηνών, τα οποία απαντούν σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Τρέφονται από οργανισμούς που επιπλέουν στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek