- ὑβρίσδω
ὑβρίσδω, dor. statt ὑβρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑβρίσδω, dor. statt ὑβρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υβρίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. υβρίζω … Dictionary of Greek
υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ … Dictionary of Greek