- ὑβρίστρια
ὑβρίστρια, ἡ, fem. von ὑβριστήρ, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑβρίστρια, ἡ, fem. von ὑβριστήρ, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑβρίστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβρίστρια — ἡ, ΜΑ βλ. ὑβριστήρ … Dictionary of Greek
ὑβριστρίας — ὑβριστρίᾱς , ὑβρίστρια fem acc pl ὑβριστρίᾱς , ὑβρίστρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίστριαν — ὑβρίστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑβρίστρια, ΜΑ (ποιητ. τ.) υβριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek