- ἑτοιμο-μεμφής
ἑτοιμο-μεμφής, ές, zum Tadel bereit, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτοιμο-μεμφής, ές, zum Tadel bereit, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλομεμφής — ές, Α αυτός που τού αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμο μεμφής] … Dictionary of Greek