- ἑτοιμο-φθόρος
ἑτοιμο-φθόρος, leicht verderbend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτοιμο-φθόρος, leicht verderbend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek