- ἑτοιμαστής
ἑτοιμαστής, ὁ, der Etwas vorbereitet, zubereitet Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτοιμαστής, ὁ, der Etwas vorbereitet, zubereitet Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετοιμαστής — ἑτοιμαστής, ὁ (Α) [ετοιμάζω] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει κάτι («ὢν γὰρ ἑτοιμαστὴς καὶ παρασκευαστὴς ὁ θεὸς ἀγαθῶν», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
ετοιμαστικός — ἑτοιμαστικός, ή, όν (Α) [ετοιμαστής] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.) … Dictionary of Greek