- ἑτοιμαστικός
ἑτοιμαστικός, zu-, vorbereitend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτοιμαστικός, zu-, vorbereitend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετοιμαστικός — ἑτοιμαστικός, ή, όν (Α) [ετοιμαστής] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.) … Dictionary of Greek