- ἑταιρεύομαι
ἑταιρεύομαι, Gefährte, bes. Mitglied einer Hetärie sein. – Buhlerei, Hurerei treiben, vom Manne, Pol. 8, 11, 10; D. Sic. 12, 21; von Frauen, Plut. Ant. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑταιρεύομαι, Gefährte, bes. Mitglied einer Hetärie sein. – Buhlerei, Hurerei treiben, vom Manne, Pol. 8, 11, 10; D. Sic. 12, 21; von Frauen, Plut. Ant. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταιρεύομαι — ἑταιρεύομαι (Α) [εταίρος] (για άνδρες) εκδίδω τον εαυτό μου, πορνεύομαι … Dictionary of Greek
ἑταιρευομένων — ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres part mp fem gen pl ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρευομένους — ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρεύηται — ἑταιρεύομαι prostitute oneself pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek